-
1 καταρρέπω
A sink down or to one side, hang down, Hp.Art.43; opp. ἰσορροπέω, Plb.6.10.7: metaph., incline, fall back upon,ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.Ep.2p.41U.
;ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην OGI315.51
(Pessinus, ii B. C.).II trans., cause to incline, make to fall,τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί S.Ant. 1158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρέπω
См. также в других словарях:
καταρρέπω — (Α) 1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.) 2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον» … Dictionary of Greek